Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estivàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [estiˈvare]

1 παραθερίζω
2 ξεκαλοκαιριάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estirpazione estivazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)
estirpatura (θηλ.ουσ)
estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)
estivo (επίθ.)
estone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Estonia (κύρ.όν. θηλ.)
estorcere (ρ. μτβ.)
estorsione (θηλ.ουσ)
estradare (ρ. μτβ.)
estradizione (θηλ.ουσ)
estradosso (ουσ αρσ )
estradotale (επίθ.)
estragalattico (επίθ.)
estragiudiziale (επίθ.)
estraibile (επίθ.)
estrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---