ItalianoGreco


estirpatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estirpaˈtore]

1 ξεριζωτής
2 αυτός που μοχθεί

estirpatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estirpaˈtore]

1 εξολοθρευτικός
2 εξοντωτικός
3 ριζικός σε θεραπεία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---