Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estirpatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [estirpaˈtore]

1 ξεριζωτής
2 αυτός που μοχθεί

estirpatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estirpaˈtore]

1 εξολοθρευτικός
2 εξοντωτικός
3 ριζικός σε θεραπεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estirpare estirpatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estinto (επίθ.)
estintore (ουσ αρσ )
estinzione (θηλ.ουσ)
estirpabile (επίθ.)
estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)
estirpatura (θηλ.ουσ)
estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)
estivo (επίθ.)
estone (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
Estonia (κύρ.όν. θηλ.)
estorcere (ρ. μτβ.)
estorsione (θηλ.ουσ)
estradare (ρ. μτβ.)
estradizione (θηλ.ουσ)
estradosso (ουσ αρσ )
estradotale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---