Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estìnguere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtingwere]

1 (fuoco) κατασβήνω
2 (debito) κάνω απόσβεση

estinguersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [esˈtingwersi]

1 σβήνω
2 ξεθωριάζω
3 εξαφανίζομαι σταδιακά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estimo estinguibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estimare (ρ. μτβ.)
estimativa (θηλ.ουσ)
estimatore (ουσ αρσ )
estimatorio (επίθ.)
estimo (ουσ αρσ )
estinguere (ρ. μτβ.)
estinguersi (ρ.μ. (αντων.))
estinguibile (επίθ.)
estinto (ουσ αρσ )
estinto (επίθ.)
estintore (ουσ αρσ )
estinzione (θηλ.ουσ)
estirpabile (επίθ.)
estirpare (ρ. μτβ.)
estirpatore (ουσ αρσ )
estirpatore (επίθ.)
estirpatura (θηλ.ουσ)
estirpazione (θηλ.ουσ)
estivare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
estivazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---