Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestenuazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [estenuatˈtsjone] 1 κόπος 2 μπαΐλντισμα 3 ξεπάτωμα 4 κατάπτωση 5 εξάντληση 6 καταπόνηση 7 βαλάντωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |