Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestenuàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [estenuˈato] 1 καταπονημένος 2 ξεθεωμένος 3 εξαντλημένος 4 κουρασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |