Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestensìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [estenˈsivo] 1 πλατύς 2 σχοινοτενής 3 εκτενής 4 εκτεταμένος 5 ευρύς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |