Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estenˈsjone]

1 ακτίνα (δράσης-ακοής-όρασης)
2 μέγεθος
3 όριο
4 βεληνεκές
5 εμβέλεια
6 προέκταση
7 επέκταση
8 παράταση
9 βαθμός
10 έκταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estensimetro estensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)
estensimetro (ουσ αρσ )
estensione (θηλ.ουσ)
estensivo (επίθ.)
estensore (ουσ αρσ )
estensore (επίθ.)
estenuante (επίθ.)
estenuare (ρ. μτβ.)
estenuarsi (ρ.μ. (αντων.))
estenuativo (επίθ.)
estenuato (επίθ.)
estenuazione (θηλ.ουσ)
estere (ουσ αρσ )
esterificare (ρ. μτβ.)
esterificazione (θηλ.ουσ)
esteriore (ουσ αρσ )
esteriore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---