Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estàte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [esˈtate]

το καλοκαίρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estasiato estatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

est (επίθ.)
estasi (θηλ.ουσ)
estasiare (ρ. μτβ.)
estasiarsi (ρ.μ. (αντων.))
estasiato (επίθ.)
estate (θηλ.ουσ)
estatico (επίθ.)
estemporaneamente (επίρ.)
estemporaneità (θηλ.ουσ)
estemporaneo (επίθ.)
estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)
estensimetro (ουσ αρσ )
estensione (θηλ.ουσ)
estensivo (επίθ.)
estensore (ουσ αρσ )
estensore (επίθ.)
estenuante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---