Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόestemporaneaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [estemporaneaˈmente] 1 πρόχειρα 2 προχείρως permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |