Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estemporaneità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [estemporaneiˈta]

1 αυτοσχεδιασμός
2 προχειρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estemporaneamente estemporaneo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

estasiarsi (ρ.μ. (αντων.))
estasiato (επίθ.)
estate (θηλ.ουσ)
estatico (επίθ.)
estemporaneamente (επίρ.)
estemporaneità (θηλ.ουσ)
estemporaneo (επίθ.)
estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)
estensimetro (ουσ αρσ )
estensione (θηλ.ουσ)
estensivo (επίθ.)
estensore (ουσ αρσ )
estensore (επίθ.)
estenuante (επίθ.)
estenuare (ρ. μτβ.)
estenuarsi (ρ.μ. (αντων.))
estenuativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---