Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


estasiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [estaˈzjato]

1 ενθουσιασμένος
2 καταγοητευμένος
3 εκστασιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  estasiarsi estate  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

est (ουσ αρσ )
est (επίθ.)
estasi (θηλ.ουσ)
estasiare (ρ. μτβ.)
estasiarsi (ρ.μ. (αντων.))
estasiato (επίθ.)
estate (θηλ.ουσ)
estatico (επίθ.)
estemporaneamente (επίρ.)
estemporaneità (θηλ.ουσ)
estemporaneo (επίθ.)
estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)
estensibile (επίθ.)
estensimetro (ουσ αρσ )
estensione (θηλ.ουσ)
estensivo (επίθ.)
estensore (ουσ αρσ )
estensore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---