Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


essudazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [essudatˈtsjone]

1 εξίδρωση
2 έκχυση
3 έκκριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essudato est  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

essoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
essoterismo (ουσ αρσ )
essudare (ρ.αμτβ.)
essudativo (επίθ.)
essudato (αρσ. επίθ και ουσ)
essudazione (θηλ.ουσ)
est (ουσ αρσ )
est (επίθ.)
estasi (θηλ.ουσ)
estasiare (ρ. μτβ.)
estasiarsi (ρ.μ. (αντων.))
estasiato (επίθ.)
estate (θηλ.ουσ)
estatico (επίθ.)
estemporaneamente (επίρ.)
estemporaneità (θηλ.ουσ)
estemporaneo (επίθ.)
estendere (ρ. μτβ.)
estendersi (ρ.μ. (αντων.))
estendibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---