Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


essiccàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [essikˈkare]

1 αποστεγνώνω
2 ξεραίνω
3 αποστραγγίζω
4 αποξεραίνω
5 αποξηραίνω
6 στεγνώνω

essiccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [essikˈkarsi]

1 σταφιδιάζω
2 ξεραίνομαι
3 στεγνώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essiccante essiccativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

essere (ρ.αμτβ.)
esserino (ουσ αρσ )
essi (προσωπ. αντων.)
essiccamento (ουσ αρσ )
essiccante (επίθ.)
essiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
essiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
essiccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
essiccato (επίθ.)
essiccatoio (ουσ αρσ )
essiccatore (ουσ αρσ )
essiccazione (θηλ.ουσ)
esso (προσωπ. αντων.)
essoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
essoterismo (ουσ αρσ )
essudare (ρ.αμτβ.)
essudativo (επίθ.)
essudato (αρσ. επίθ και ουσ)
essudazione (θηλ.ουσ)
est (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---