Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esserìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esseˈrino]

πλασματάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essere essi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

essenziale (επίθ.)
essenzialità (θηλ.ουσ)
essenzialmente (επίρ.)
essere (ουσ αρσ )
essere (ρ.αμτβ.)
esserino (ουσ αρσ )
essi (προσωπ. αντων.)
essiccamento (ουσ αρσ )
essiccante (επίθ.)
essiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
essiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
essiccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
essiccato (επίθ.)
essiccatoio (ουσ αρσ )
essiccatore (ουσ αρσ )
essiccazione (θηλ.ουσ)
esso (προσωπ. αντων.)
essoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
essoterismo (ουσ αρσ )
essudare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---