Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


essenzialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [essentsjaliˈta]

1 θεμελιακότητα
2 ουσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  essenziale essenzialmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esse (ουσ αρσ και θηλ.)
esse (προσωπ. αντων.)
essenza (θηλ.ουσ)
essenziale (ουσ αρσ )
essenziale (επίθ.)
essenzialità (θηλ.ουσ)
essenzialmente (επίρ.)
essere (ουσ αρσ )
essere (ρ.αμτβ.)
esserino (ουσ αρσ )
essi (προσωπ. αντων.)
essiccamento (ουσ αρσ )
essiccante (επίθ.)
essiccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
essiccarsi (ρ.μ. (αντων.))
essiccativo (αρσ. επίθ και ουσ)
essiccato (επίθ.)
essiccatoio (ουσ αρσ )
essiccatore (ουσ αρσ )
essiccazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---