Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesquimése
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [eskwiˈmese], [eskwiˈmeze] Εσκιμώος (χρησιμοποίησε καλύτερα το eschimese) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |