Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esquimése  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eskwiˈmese], [eskwiˈmeze]

Εσκιμώος (χρησιμοποίησε καλύτερα το eschimese)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espurgazione essa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espungere (ρ. μτβ.)
espunzione (θηλ.ουσ)
espurgare (ρ. μτβ.)
espurgatore (ουσ αρσ )
espurgazione (θηλ.ουσ)
esquimese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
essa (προσωπ. αντων.)
esse (ουσ αρσ και θηλ.)
esse (προσωπ. αντων.)
essenza (θηλ.ουσ)
essenziale (ουσ αρσ )
essenziale (επίθ.)
essenzialità (θηλ.ουσ)
essenzialmente (επίρ.)
essere (ουσ αρσ )
essere (ρ.αμτβ.)
esserino (ουσ αρσ )
essi (προσωπ. αντων.)
essiccamento (ουσ αρσ )
essiccante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---