Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espulsóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [espulˈsore]

εκβάλλων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espulso espungere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espugnatore (ουσ αρσ )
espugnazione (θηλ.ουσ)
espulsione (θηλ.ουσ)
espulsivo (επίθ.)
espulso (αρσ. επίθ και ουσ)
espulsore (ουσ αρσ )
espungere (ρ. μτβ.)
espunzione (θηλ.ουσ)
espurgare (ρ. μτβ.)
espurgatore (ουσ αρσ )
espurgazione (θηλ.ουσ)
esquimese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
essa (προσωπ. αντων.)
esse (ουσ αρσ και θηλ.)
esse (προσωπ. αντων.)
essenza (θηλ.ουσ)
essenziale (ουσ αρσ )
essenziale (επίθ.)
essenzialità (θηλ.ουσ)
essenzialmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---