Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espressività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [espressiviˈta]

εκφραστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espressionistico espressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espressamente (επίρ.)
espressione (θηλ.ουσ)
espressionismo (ουσ αρσ )
espressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionistico (επίθ.)
espressività (θηλ.ουσ)
espressivo (επίθ.)
espresso (ουσ αρσ )
espresso (επίθ.)
esprimere (ρ. μτβ.)
esprimersi (ρ.μ. (αντων.))
esprimibile (επίθ.)
espropriare (ρ. μτβ.)
espropriazione (θηλ.ουσ)
esproprio (ουσ αρσ )
espugnabile (επίθ.)
espugnare (ρ. μτβ.)
espugnatore (ουσ αρσ )
espugnazione (θηλ.ουσ)
espulsione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---