Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espositóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [espoziˈtore]

1 παρουσιαστής
2 σχολιαστής
3 εκφωνητής
4 εκθέτης

espositóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [espoziˈtore]

1 εκθέτων
2 σχολιαστικός
3 αναφέρων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espositivo esposizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esportatore (ουσ αρσ )
esportatore (επίθ.)
esportazione (θηλ.ουσ)
esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)
esposto (ουσ αρσ )
esposto (επίθ.)
espressamente (επίρ.)
espressione (θηλ.ουσ)
espressionismo (ουσ αρσ )
espressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionistico (επίθ.)
espressività (θηλ.ουσ)
espressivo (επίθ.)
espresso (ουσ αρσ )
espresso (επίθ.)
esprimere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---