Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esportatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esportaˈtore]

εξαγωγέας

esportatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esportaˈtore]

εξαγωγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esportare esportazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esponenziale (επίθ.)
esporre (ρ. μτβ.)
esporsi (ρ.μ. (αντων.))
esportabile (επίθ.)
esportare (ρ. μτβ.)
esportatore (ουσ αρσ )
esportatore (επίθ.)
esportazione (θηλ.ουσ)
esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)
esposto (ουσ αρσ )
esposto (επίθ.)
espressamente (επίρ.)
espressione (θηλ.ουσ)
espressionismo (ουσ αρσ )
espressionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espressionistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---