Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈporre]

1 (merci, opera, fatti) εκθέτω
2 (relazione) κάνω έκθεση

esporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [esˈporsi]

εκτίθεμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esponenziale esportabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esplosivo (ουσ αρσ )
esplosivo (επίθ.)
esploso (επίθ.)
esponente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esponenziale (επίθ.)
esporre (ρ. μτβ.)
esporsi (ρ.μ. (αντων.))
esportabile (επίθ.)
esportare (ρ. μτβ.)
esportatore (ουσ αρσ )
esportatore (επίθ.)
esportazione (θηλ.ουσ)
esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)
esposto (ουσ αρσ )
esposto (επίθ.)
espressamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---