Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesplosìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [esploˈzivo] 1 εκρηκτικό 2 πυρομαχικό esplosìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esploˈzivo] εκρηκτικός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαordigno [αρσ.] esplosivo = ο εκρηκτικός μηχανισμός Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |