Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesplòso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esˈplɔzo], [esˈplɔzo] 1 σκασμένος από έκρηξη 2 που έχει σκάσει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |