Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esplòso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈplɔzo], [esˈplɔzo]

1 σκασμένος από έκρηξη
2 που έχει σκάσει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esplosivo esponente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esploratrice (θηλ.ουσ)
esplorazione (θηλ.ουσ)
esplosione (θηλ.ουσ)
esplosivo (ουσ αρσ )
esplosivo (επίθ.)
esploso (επίθ.)
esponente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esponenziale (επίθ.)
esporre (ρ. μτβ.)
esporsi (ρ.μ. (αντων.))
esportabile (επίθ.)
esportare (ρ. μτβ.)
esportatore (ουσ αρσ )
esportatore (επίθ.)
esportazione (θηλ.ουσ)
esposimetro (ουσ αρσ )
espositivo (επίθ.)
espositore (ουσ αρσ )
espositore (επίθ.)
esposizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---