Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esploratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [esploraˈtore]

1 εξερευνητής
2 ανακριτής
3 ερευνητής
4 ανιχνευτής
5 αναγνωριστικό αεροσκάφος
6 αναγνωριστικό πλοίο
7 στρατιώτης σε αναγνώριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esplorativo esploratrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esplodere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
esploditore (ουσ αρσ )
esplorabile (επίθ.)
esplorare (ρ. μτβ.)
esplorativo (επίθ.)
esploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
esploratrice (θηλ.ουσ)
esplorazione (θηλ.ουσ)
esplosione (θηλ.ουσ)
esplosivo (ουσ αρσ )
esplosivo (επίθ.)
esploso (επίθ.)
esponente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esponenziale (επίθ.)
esporre (ρ. μτβ.)
esporsi (ρ.μ. (αντων.))
esportabile (επίθ.)
esportare (ρ. μτβ.)
esportatore (ουσ αρσ )
esportatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---