esploratóre
 
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [esploraˈtore]
1 εξερευνητής
2 ανακριτής
3 ερευνητής
4 ανιχνευτής
5 αναγνωριστικό αεροσκάφος
6 αναγνωριστικό πλοίο
7 στρατιώτης σε αναγνώριση
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [esploraˈtore]
1 εξερευνητής
2 ανακριτής
3 ερευνητής
4 ανιχνευτής
5 αναγνωριστικό αεροσκάφος
6 αναγνωριστικό πλοίο
7 στρατιώτης σε αναγνώριση
permalink
esploratore (αρσ. επίθ και ουσ)
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android