Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espletàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [espleˈtare]

1 εξοφλώ
2 αποπληρώνω
3 εκτελώ ολοκληρωτικά
4 εκτελώ
5 εκπληρώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espletamento espletivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
espiratore (αρσ. επίθ και ουσ)
espiratorio (επίθ.)
espirazione (θηλ.ουσ)
espletamento (ουσ αρσ )
espletare (ρ. μτβ.)
espletivo (επίθ.)
esplicabile (επίθ.)
esplicare (ρ. μτβ.)
esplicativo (επίθ.)
esplicazione (θηλ.ουσ)
esplicitamente (επίρ.)
esplicitare (ρ. μτβ.)
esplicitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esplicito (επίθ.)
esplodente (ουσ αρσ )
esplodente (επίθ.)
esplodere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
esploditore (ουσ αρσ )
esplorabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---