Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espiratóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [espiraˈtore]

εκπνευστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espirare espiratorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espiatore (ουσ αρσ )
espiatore (επίθ.)
espiatorio (επίθ.)
espiazione (θηλ.ουσ)
espirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
espiratore (αρσ. επίθ και ουσ)
espiratorio (επίθ.)
espirazione (θηλ.ουσ)
espletamento (ουσ αρσ )
espletare (ρ. μτβ.)
espletivo (επίθ.)
esplicabile (επίθ.)
esplicare (ρ. μτβ.)
esplicativo (επίθ.)
esplicazione (θηλ.ουσ)
esplicitamente (επίρ.)
esplicitare (ρ. μτβ.)
esplicitarsi (ρ.μ. (αντων.))
esplicito (επίθ.)
esplodente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---