Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espiànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈpjanto]

1 μεταφερόμενος ζωντανός ιστός σε τεχνητό μέσο ή η καλλιέργεια
2 μεταφορά ζωντανού ιστού για καλλιέργεια σε τεχνητό μέσον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espiantare espiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espettorare (ρ. μτβ.)
espettorato (αρσ. επίθ και ουσ)
espettorazione (θηλ.ουσ)
espiabile (επίθ.)
espiantare (ρ. μτβ.)
espianto (ουσ αρσ )
espiare (ρ. μτβ.)
espiatore (ουσ αρσ )
espiatore (επίθ.)
espiatorio (επίθ.)
espiazione (θηλ.ουσ)
espirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
espiratore (αρσ. επίθ και ουσ)
espiratorio (επίθ.)
espirazione (θηλ.ουσ)
espletamento (ουσ αρσ )
espletare (ρ. μτβ.)
espletivo (επίθ.)
esplicabile (επίθ.)
esplicare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---