Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόespèrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [esˈpɛrto] ο έμπειρος (-η) espèrto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esˈpɛrto] έμπειρος (-η, -ο), πεπειραμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |