Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈpɛrto]

ο έμπειρος (-η)

espèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [esˈpɛrto]

έμπειρος (-η, -ο), πεπειραμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espero espettorante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esperienza (θηλ.ουσ)
esperimentare (ρ. μτβ.)
esperimento (ουσ αρσ )
esperio (επίθ.)
espero (ουσ αρσ )
esperto (ουσ αρσ )
esperto (επίθ.)
espettorante (επίθ.)
espettorare (ρ. μτβ.)
espettorato (αρσ. επίθ και ουσ)
espettorazione (θηλ.ουσ)
espiabile (επίθ.)
espiantare (ρ. μτβ.)
espianto (ουσ αρσ )
espiare (ρ. μτβ.)
espiatore (ουσ αρσ )
espiatore (επίθ.)
espiatorio (επίθ.)
espiazione (θηλ.ουσ)
espirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---