Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesperiènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [espeˈrjɛntsa] η εμπειρία, η πείρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαper esperienza = εκ πείρας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |