Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espèllere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈpɛllere]

αποβάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espediente esperantista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )
espatriare (ρ.αμτβ.)
espatrio (ουσ αρσ )
espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )
esperienza (θηλ.ουσ)
esperimentare (ρ. μτβ.)
esperimento (ουσ αρσ )
esperio (επίθ.)
espero (ουσ αρσ )
esperto (ουσ αρσ )
esperto (επίθ.)
espettorante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---