Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόespànso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [esˈpanso] 1 διογκωμένος 2 εκτεταμένος 3 διευρυμένος 4 μεγεθυμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |