Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espansóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [espanˈsore]

1 που εκτείνει
2 διαστολέας
3 που τεντώνει
4 αυτός ή αυτό που κρατά κάτι ανοιχτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espanso espatriare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espansionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espansionistico (επίθ.)
espansività (θηλ.ουσ)
espansivo (επίθ.)
espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )
espatriare (ρ.αμτβ.)
espatrio (ουσ αρσ )
espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )
esperienza (θηλ.ουσ)
esperimentare (ρ. μτβ.)
esperimento (ουσ αρσ )
esperio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---