Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόespansóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [espanˈsore] 1 που εκτείνει 2 διαστολέας 3 που τεντώνει 4 αυτός ή αυτό που κρατά κάτι ανοιχτό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |