Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espansività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [espansiviˈta]

1 επεκτατικότητα
2 υπεραφθονία
3 διαχυτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espansionistico espansivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espansibilità (θηλ.ουσ)
espansione (θηλ.ουσ)
espansionismo (ουσ αρσ )
espansionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espansionistico (επίθ.)
espansività (θηλ.ουσ)
espansivo (επίθ.)
espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )
espatriare (ρ.αμτβ.)
espatrio (ουσ αρσ )
espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )
esperienza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---