Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espàtrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [esˈpatrjo]

ο εκπατρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espatriare espediente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(έγγραφο) valido per l'espatrio = (di documento) ισχύει για εκπατρισμό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espansività (θηλ.ουσ)
espansivo (επίθ.)
espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )
espatriare (ρ.αμτβ.)
espatrio (ουσ αρσ )
espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )
esperienza (θηλ.ουσ)
esperimentare (ρ. μτβ.)
esperimento (ουσ αρσ )
esperio (επίθ.)
espero (ουσ αρσ )
esperto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---