Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


espediènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [espeˈdjɛnte]

1 τρικ
2 τρόπος
3 τερτίπι
4 στρατήγημα
5 τέχνασμα
6 επινόημα
7 μέσο επέμβασης σε κρίση
8 κόλπο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  espatrio espellere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

espansivo (επίθ.)
espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )
espatriare (ρ.αμτβ.)
espatrio (ουσ αρσ )
espediente (αρσ. επίθ και ουσ)
espellere (ρ. μτβ.)
esperantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esperanto (αρσ. επίθ και ουσ)
esperia (θηλ.ουσ)
esperibile (επίθ.)
esperidi (θηλ. ουσ πληθ.)
esperidio (ουσ αρσ )
esperienza (θηλ.ουσ)
esperimentare (ρ. μτβ.)
esperimento (ουσ αρσ )
esperio (επίθ.)
espero (ουσ αρσ )
esperto (ουσ αρσ )
esperto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---