Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esotìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezoˈtizmo]

εξωτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esotico esotizzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)
esotico (επίθ.)
esotismo (ουσ αρσ )
esotizzante (επίθ.)
esotossina (θηλ.ουσ)
espandere (ρ. μτβ.)
espandersi (ρ.μ. (αντων.))
espansibile (επίθ.)
espansibilità (θηλ.ουσ)
espansione (θηλ.ουσ)
espansionismo (ουσ αρσ )
espansionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
espansionistico (επίθ.)
espansività (θηλ.ουσ)
espansivo (επίθ.)
espanso (επίθ.)
espansore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---