Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esoschèletro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ezosˈkɛletro]

εξωσκελετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esortazione esosfera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esornativo (επίθ.)
esortare (ρ. μτβ.)
esortativo (επίθ.)
esortatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esortazione (θηλ.ουσ)
esoscheletro (ουσ αρσ )
esosfera (θηλ.ουσ)
esosità (θηλ.ουσ)
esoso (επίθ.)
esostosi (θηλ.ουσ)
esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)
esotico (επίθ.)
esotismo (ουσ αρσ )
esotizzante (επίθ.)
esotossina (θηλ.ουσ)
espandere (ρ. μτβ.)
espandersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---