Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esornatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ezornaˈtivo]

1 κοσμητικός
2 διακοσμητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esordire esortare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esorcizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esorcizzazione (θηλ.ουσ)
esordiente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esordio (ουσ αρσ )
esordire (ρ.αμτβ.)
esornativo (επίθ.)
esortare (ρ. μτβ.)
esortativo (επίθ.)
esortatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esortazione (θηλ.ουσ)
esoscheletro (ουσ αρσ )
esosfera (θηλ.ουσ)
esosità (θηλ.ουσ)
esoso (επίθ.)
esostosi (θηλ.ουσ)
esoterico (αρσ. επίθ και ουσ)
esoterismo (ουσ αρσ )
esotermico (επίθ.)
esoticità (θηλ.ουσ)
esotico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---