Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesorbitànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ezorbiˈtante] 1 άκρος 2 υπέρογκος 3 υπέρμετρος 4 άμετρος 5 υπερβολικός 6 παρατραβηγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |