Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esorcìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezorˈʧista]

εξορκιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esorcismo esorcistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Esopo (κύρ.όν. αρσ.)
esorbitante (επίθ.)
esorbitanza (θηλ.ουσ)
esorbitare (ρ.αμτβ.)
esorcismo (ουσ αρσ )
esorcista (ουσ αρσ και θηλ.)
esorcistico (επίθ.)
esorcizzare (ρ. μτβ.)
esorcizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esorcizzazione (θηλ.ουσ)
esordiente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esordio (ουσ αρσ )
esordire (ρ.αμτβ.)
esornativo (επίθ.)
esortare (ρ. μτβ.)
esortativo (επίθ.)
esortatore (αρσ. επίθ και ουσ)
esortazione (θηλ.ουσ)
esoscheletro (ουσ αρσ )
esosfera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---