Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesoneràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ezoneˈrato] 1 αθωωμένος 2 αδέσμευτος 3 απαλλαγμένος 4 εξαιρεθείς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |