Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόesònero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [eˈzɔnero] 1 ανακούφιση 2 λύτρωση 3 άφεση 4 αθώωση 5 εξαίρεση 6 ελευθέρωση 7 απαλλαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |