Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • èsodo (ουσ αρσ ) emigrazione di massa ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • esòdo (ουσ αρσ ) in elettronica


èsodo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɛzodo]

1 φυγή
2 έξοδος ομαδική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esodermide esodo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

eslege (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esocarpo (ουσ αρσ )
esocrino (επίθ.)
esoderma (ουσ αρσ )
esodermide (θηλ.ουσ)
esodo (ουσ αρσ )
esodo (ουσ αρσ )
esofageo (επίθ.)
esofago (ουσ αρσ )
esoftalmo (ουσ αρσ )
esogamia (θηλ.ουσ)
esogamico (επίθ.)
esogamo (επίθ.)
esogeno (επίθ.)
esonerare (ρ. μτβ.)
esonerato (αρσ. επίθ και ουσ)
esonero (ουσ αρσ )
esopico (επίθ.)
Esopo (κύρ.όν. αρσ.)
esorbitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---