Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezisˈtɛntsa]

η ύπαρξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esistente esistenziale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenzialismo (ουσ αρσ )
esistenzialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esistenzialistico (επίθ.)
esistere (ρ.αμτβ.)
esitabile (επίθ.)
esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)
esitare (ρ.αμτβ.)
esitare (ρ. μτβ.)
esitazione (θηλ.ουσ)
esito (ουσ αρσ )
esiziale (επίθ.)
eskimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---