Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esìmere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eˈzimere]

1 απολυτρώνω
2 ελευθερώνω
3 εξαιρώ
4 απαλλάσσω

esimersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eˈzimersi]

1 αρνούμαι (να κάνω κάτι)
2 απαλλάσσομαι από κάτι
3 γλιτώνω από κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esimente esimio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenzialismo (ουσ αρσ )
esistenzialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esistenzialistico (επίθ.)
esistere (ρ.αμτβ.)
esitabile (επίθ.)
esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)
esitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---