Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esimènte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [eziˈmɛnte]

1 εξαιρών
2 απαλλάσσων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esilità esimere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esiliarsi (ρ.μ. (αντων.))
esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenzialismo (ουσ αρσ )
esistenzialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esistenzialistico (επίθ.)
esistere (ρ.αμτβ.)
esitabile (επίθ.)
esitabilità (θηλ.ουσ)
esitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---