Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esiliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eziˈljare]

1 εκπατρίζω
2 απελαύνω
3 εξοστρακίζω
4 εκτοπίζω
5 εξορίζω

esiliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [eziˈljarsi]

1 εκτοπίζομαι
2 εξορίζομαι
3 εξοστρακίζομαι
4 πηγαίνω εξορία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esile esiliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))
esile (επίθ.)
esiliare (ρ. μτβ.)
esiliarsi (ρ.μ. (αντων.))
esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenza (θηλ.ουσ)
esistenziale (αρσ. επίθ και ουσ)
esistenzialismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---