Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esilaràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ezilaˈrare]

1 καλοκαρδίζω
2 προκαλώ φαιδρότητα
3 ευφραίνω
4 χαροποιώ
5 ενσταλάζω χαρά και κουράγιο
6 προκαλώ θυμηδία
7 ιλαρύνω
8 φαιδρύνω

esilararsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ezilaˈrarsi]

1 χαίρομαι πάρα πολύ
2 γελώ με την καρδιά μου
3 καλοκαρδίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esilarante esile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esigibile (επίθ.)
esigibilità (θηλ.ουσ)
esiguità (θηλ.ουσ)
esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))
esile (επίθ.)
esiliare (ρ. μτβ.)
esiliarsi (ρ.μ. (αντων.))
esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)
esimersi (ρ.μ. (αντων.))
esimio (επίθ.)
Esiodo (κύρ.όν. αρσ.)
esistente (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---