Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esigibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eziʤibiliˈta]

τρέχουσες χρηματικές υποχρεώσεις


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esigibile esiguità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esibizionistico (επίθ.)
esigente (επίθ.)
esigenza (θηλ.ουσ)
esigere (ρ. μτβ.)
esigibile (επίθ.)
esigibilità (θηλ.ουσ)
esiguità (θηλ.ουσ)
esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))
esile (επίθ.)
esiliare (ρ. μτβ.)
esiliarsi (ρ.μ. (αντων.))
esiliato (ουσ αρσ )
esiliato (επίθ.)
esilio (ουσ αρσ )
esilità (θηλ.ουσ)
esimente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esimere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---