Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


esibizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ezibitˈtsjone]

1 εντυπωσιακή έκθεση
2 θεατρική παράσταση
3 παράσταση
4 παραγωγή
5 έργο καλλιτεχνικό
6 θέαμα
7 παρουσίαση
8 φανέρωμα
9 έκθεση
10 εμφάνιση
11 επίδειξη
12 φάνταγμα
13 προσφορά
14 πομπώδης παρουσίαση
15 φανταγμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  esibitore esibizionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

esergo (ουσ αρσ )
esfogliazione (θηλ.ουσ)
esibire (ρ. μτβ.)
esibirsi (ρ.μ. (αντων.))
esibitore (αρσ. επίθ και ουσ)
esibizione (θηλ.ουσ)
esibizionismo (ουσ αρσ )
esibizionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
esibizionistico (επίθ.)
esigente (επίθ.)
esigenza (θηλ.ουσ)
esigere (ρ. μτβ.)
esigibile (επίθ.)
esigibilità (θηλ.ουσ)
esiguità (θηλ.ουσ)
esiguo (επίθ.)
esilarante (επίθ.)
esilarare (ρ. μτβ.)
esilararsi (ρ.μ. (αντων.))
esile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---